- λυποῦμαι
- λῡποῦμαι , λυπέωgrievepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
διαλγώ — διαλγῶ ( έω) (Α) [διαλγής] λυπούμαι πολύ, λυπούμαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
μυριολυπούμαι — (Μ μυριολυποῡμαι, έομαι) (νεοελλ) 1. συμπονώ, σπλαχνίζομαι κάποιον 2. λυπούμαι, θλίβομαι πάρα πολύ μσν. (η μτχ. παρακμ.) μυριολυπημένος, η, ον αυτός που παρέχει άπειρες θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λυποῦμαι] … Dictionary of Greek
άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… … Dictionary of Greek
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… … Dictionary of Greek
δακνάζω — (Α) 1. δάκνω 2. δακνάζομαι λυπούμαι, θρηνώ («στένε καί δακνάζου», Αισχ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός, παρεκτεταμένος τύπος τού δάκνω] … Dictionary of Greek
κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek